Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

οἱ στατοί

См. также в других словарях:

  • στατοί — στατός placed masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στατός — ή, όν, Α 1. αυτός που έχει σταθεί σε κάποιο σημείο, που δεν κινήθηκε ή δεν κινείται (α. «στατὸν ὕδωρ» στάσιμο νερό, Σοφ. β. «στατὸς ἵππος» ίππος που έχει μείνει για μακρό χρονικό διάστημα μέσα στον στάβλο, Ομ. Ιλ.) 2. αφιερωμένος, ανατεθειμένος… …   Dictionary of Greek

  • υπόκομμα — όμματος, τὸ, Α [ὑποκόπτω] 1. (ιδίως για έντομα) η κατά την οσφύ περίσφιγξη 2. (για χιτώνα) μέση («ὀρθοστάδιοι χιτῶνες οἱ στατοί, ὑπόκομμα ἔχοντες», Ησύχ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»